- Άβρακος έβαλε βρακί σε κάθε πόρτα το ’δειχνε.
- Άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς.
- Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε την κάπα αλλιώς.
- Αλλού ο επίσκοπος και αλλού τα ρούχα του.
- Άμαθος βρακί εφόρη, κάθε πάτημα το εθώρη.
- Άμα βλέπεις ένα γυμνό μη ρωτάς πού είναι τα ρούχα του…(Κάτι παράξενο- απελπισμένος…).
- Άμε μ'ένα που να'χει γούνα, να σου δώσει να φορέσεις αμπά(βαρύ ρούχο).
- Άμυαλος βρακί εφόρει, κάθε πάτημα το ’θώρει. (Ανέλπιστη επιτυχία).
- Ανάραψε το ρούχο σου να σού φανεί καινούργιο.
- Αν δεν αργάσεις το πετσί, παπούτσι δεν το κάνεις.
- Αν δε φορέσεις παλιά, καινούρια δεν έχεις.
- Αν έχεις τα καλά παιδιά, τα ρούχα τι τα θέλεις;
- Από σιγανό ποτάμι, μακριά τα ρούχα σου.
- Αυτά είναι τα κουμπιά της Αλέξαινας. (Μέθοδοι επιτυχίας).
- Αυτό που φορεί κι άλλο δε θωρεί.
- Αχαλίνωτη κυρά με τα ρούχα της τα βάζει.
- Βγάλτ'αυτά και βαλ΄τα ιδια(για τους φτωχούς).
- Βγάλ’ τη σκούφια σου και βάρα με.(Έχουν ελαττώματα αλλά κατηγορούν τους άλλους)
- Βγήκε απ’ τα ρούχα του. (αγανάκτησε).
- Γαρούφω, Γαρούφω, βγάλ' το ξένο ρούχο ( επίδειξη).
- Γεια στα ρούχα δεν χωράει.
- Δεν έχει βρακί να φορέσει. (φτωχός).
- Δεν έχω δεύτερο βρακί, ρούχο να φορέσω.
- Δεν ξέρω από πού κρατάει η σκούφια του. (καταγωγή).
- Δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι δε χωράνε.
- Έβαλε στραβά το καπελάκι του. (τα κατάφερε).
- Έβαλε το βρακί, σαρίκι. (εξευτελισμός).
- Είναι μεγάλο μανίκι. (Δύσκολη υπόθεση).
- Είναι ο καημός του μυλωνά / της μυλωνούς να βάλει ρούχο μαύρο ( επιθυμία).
- Έκαψε τα ρούχα του να μην τον τρων οι ψύλλοι.
- Έκοψε το μανίκι για να μπαλώσει το παντελόνι. ( φτώχεια).
- Έμαθε γυμνός και ντρέπεται ντυμένος.
- Έμαθε ζόρκος και του κακοφαίνεται ντμένος. (Γι’ αυτόν που δεν έχει συνηθίσει στην καλοπέραση).
- Εμακρύναν οι ποδιές για να κρύψουν τις πομπές.
- Έμεινε πανί με πανί. (άφραγκος).
- Η γούνα δε φοβάται το χειμώνα.
- Ή μίλαε όπως φορείς η φόραε όπως μιλείς.
- Η σκούφια του είναι γεμάτη διαόλους. (πονηρός)
- Καθένας με τον πήχη του, μετράει το πανί του.
- Και τα βρεγμένα, πλυμένα είναι.
- Κάκιωσ' ο καλόγερος κι έκαψε τα ρούχα του (καταστροφή).
- Καλά είναι τα μεταξωτά, για παχεμένους κώλους.
- Καλά είναι τα φαρδομάνικα μα είναι για δεσποτάδες.
- Κάλλιο να τον ντύνεις παρά να τον ταΐζεις.
- Κάλλιο χρυσό όνομα παρά χρυσό φόρεμα.
- Κατά τα μούτρα και το πεσκίρι. (πετσέτα)
- Κατά τα ρούχα δίνει ο Θεός την κρυάδα…
- Κατά το δικό σου πήχη, πανί δε σου πουλούν.
- Κατά το κεφάλι και η σκούφια.
- Κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα… (Οικονομικές δυνατότητες).
- Κατά το ρούχο που φορείς,μοιράζει ο θεός το κρύο.
- Κατά το σκέπος πέμπει ο θεός και την κρυγιότη.
- Κι ένα κούτσουρο αν θα καλοντύσεις,θε να μοιάζει νύφη.
- Μεγαλώνει το γομάρι, κονταίνει το σαμάρι(Για τα παιδιά που μεγαλώνουν).
- Με λούσιμο και χτένισμα, αδράχτι δε γεμίζει. (ωραιοπάθεια).
- Μ'όλα τα αγκάθια μάλωνε,τα ράσα να φοβάσαι.
- Μου ‘βαλε τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι. (Με ζόρισε)
- Μου ’βγαλε τ’ άπλυτα στη φόρα. (Τα προσωπικά).
- Μου ’γινες στενός κορσές. (ενοχλητικός).
- Μου ’γινες τσάμικος ταμπάκος. (ενοχλητικός)
- Μου φόρεσε κόκκινα τσαρούχια. (με ντρόπιασε).
- Μου φόρεσε φέσι. (χρέος).
- Νηστικός περνάς, γυμνός όχι.
- Ξένα ρούχα ντύνεσαι, γρήγορα τα γδύνεσαι.
- Ξένα τα ρούχα πού φορείς, μην τα αποκαμαρώνεις μην σκίζεις, μην λερώνεις τα, ύστερα τα πληρώνεις.
- Ξεσκίζει τα ρούχα του. (αγανάκτηση).
- Όλοι με τα χρυσά βελούδα,ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια;
- Όποιος κοιμάται την αυγή, παλιά ρούχα την λαμπρή φορεί.
- Όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά.
- Όσο σε τιμούν τα ρούχα σου,δε σε τιμά το σόι σου.
- Ότι είχε η ντουλάπα μου, εγώ το έβαλα και βγήκα.
- Ότι φάει το παιδί χαλάλι, και ότι φορέσει χαράμι.
- Ο φτωχός τα ρούχα του τρεις φορές τα χαίρεται καινούρια, παλιά και καινουριομπαλωμένα.
- Παπούτσι απ’ τον τόπο σου κι ας είν’ και μπαλωμένο. (γυναίκα)
- Πήρε τα βρεγμένα του κι έφυγε. (ντροπιασμένος).
- Πιάσε τον ξυπόλητο και πάρε τα παπούτσια του.
- Σακάκι πληρώνεις, σακάκι παίρνεις. Μανίκι πληρώνεις , μανίκι παίρνεις.
- Σαν αρέσει του φορέση ουλουνού του κόσμου αρέσει.
- Σα τση γίδας το τομάρι. (Για κάποιον που φοράει διαρκώς τα ίδια ρούχα).
- Σ’ έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια.
- Σου ’χω ράμματα για τη γούνα σου. (απειλή).
- Στην Μπαρμπαριά τα ρούχα μου στην Κρήτη το σπαθί μου.
- Τα δανικά τα ρούχα, ζεστασιά δεν σού κρατούν.
- Τα καλά φορέματα ανοίγουν όλες τις πόρτες.
- Τα μεταξωτά βρακιά είναι για επιδέξιους κώλους.
- Τα μεταξωτά βρακιά, θέλουν επιδέξια σκέλια.
- Τα όμορφα ρούχα δεν κρύβουν τον άξεστο.
- Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά.
- Τα ρούχα δείχνουν άνθρωπο και τα μαλλιά γυναίκα κι αν είναι εκατό χρονών, θαρρείς πώς είναι δέκα.
- Τα ρούχα κάνουν το κορμί και το κορμί τα ρούχα.
- Τα ρούχα κάνουν τον άρχοντα, τ’ άρματα το λεβέντη.
- Το ένα τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι. (αταίριαστοι)
- Τον έχω μανίκι της κάπας. (Καμιά συγγένεια)
- Τον έχω της γούνας μου μανίκι. (τίποτα).
- Το ξένο ρούχο ζέστη δεν πιάνει.
- Του ’δωκε τα παπούτσια στο χέρι. (Τον έδιωξε)
- Του ήρθε γάντι. (ταίριασε)
- Τρώγομαι με τα ρούχα μου / τον εαυτό μου / με τ' άντερά μου ( παράπονο).
- Τρώει ο καθένας όπως θέλει και ντύνεται όπως θέλουν οι άλλοι.
- Φίλησε κατουρημένες ποδιές. (παρακάλεσε).
- Φόρεμα του κόσμου και φαΐ της όρεξής σου.
- Φύλαγε τα ρούχα σου να'χεις τα μισά.
- Ως με τιμάν τα ρούχα μου, δεν με τιμάει ο κόσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου