- Αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα.
- Άλλα καρτερούσε ο γάιδαρος και άλλα τον βρήκαν.
- Άλλα λογαριάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαϊδουριάρης.
- Άμα σου χαρίζουν γάιδαρο μην το κοιτάς στα δόντια.
- Αναιμικό γαιδούρι ή του λύκου ή του ψόφου.
- Αν άκουγε ο θεός τους κοράκους,θα ψοφούσαν όλα τα γαϊδούρια.
- Αν καλέσεις στο γάμο σου γάιδαρο, θα φέρει η νερό η ξύλα.
- Αν δεν κλοτσήσει ο γάιδαρος δεν τον ξεφορτώνουν..
- Άνθρωπος κοιμώμενος γάιδαρος δεμένος.
- Άνθρωπος μεθυσμένος, γάιδαρος σαμαρωμένος.
- Άνθρωπος ξετσίπωτος, γάιδαρος αδέσποτος.
- Αν καλέσεις στο γάμο σου γάιδαρο,θα φέρει η νερό η ξύλα.
- Αντί να βογκάει ο γάιδαρος βογκάει ο καβαλάρης.
- Αν χορατέψεις με το γάιδαρο, θα σε χτυπήσει στο πρόσωπο με την ουρά.
- Απολύθηκε ο γάιδαρος; Αλιά από τα λάχανα.
- Από χριστού γεννήσεως,όπου προφήτης γάιδαρος.
- Απ’ τα γρίβα τ’ άλογα, στα κούντρικα γαϊδούρια!
- Αρχόντου λόγος και πορδές γαϊδάρου, ένα.
- Αρχοντοχωριάτης, χοντρογάιδαρος. (νεόπλουτος).
- Βαγενάδες και γαϊδάροι, ένα μήνα έχουν τη χάρη.
- Βάζει ο γάιδαρος γινάτι,τηνε τρώει όμως γεμάτη.
- Βαρεί το σαμάρι για ν’ ακούσει το γαιδούρι.
- Βάστα το γάιδαρο, μη στάξ’ η ουρά του μέσα! (Για κάτι που είναι ασήμαντο σε σχέση με το σύνολο).
- Βόσκει ο γάιδαρος εκεί που θα τον δέσουν.
- Γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει.
- Γάιδαρος αμολητός, αλίμονο στα λάχανα.
- Γάιδαρος αμολυτός,κύρης και νοικοκύρης.
- Γάιδαρος αμολυτός μαγκουφιά στα λάχανα.
- Γάιδαρος δεμένος, νοικοκύρης ξένοιαστος. (ή σφαλισμένος).
- Γάιδαρος είναι γάιδαρος, ας εφορεί και σέλλα και η γριά κι αν ομορφίζεται δεν γίνεται κοπέλα.
- Γάιδαρος με σέλα και τσομπάνος με ομπρέλα.
- Γάιδαρος πάντα γάιδαρος κι ας του φοράνε σέλα.
- Γάιδαρος που δεν ‘μποδίζει, άφησέ τον κι ας .γκαρίζει.
- Γαϊδάρου πόδια στο νερό,θέλει ας πιεί,θέλει ας ψοφήσει.
- Γαϊδάρου φωνή στον ουρανό δεν σώνει.
- Γαϊδούρια δυο μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα.
- Γαιδουρινά μούτρα ανθρώπινη ζωή.
- Γαϊδουροκαλόκαιρο….
- Γέρος γάιδαρος καινούρια περπατησιά δε βγάζει.
- Για το γαϊδούρι του τεμπέλη έκαμε ο θεός τ'αγκάθια.
- Γκαστρώνει γαϊδούρα στην ανηφόρα.
- Δείξε βρώμη στο γάιδαρο κι έρχεται.
- Δεμένος ο γάιδαρος,αναπαυμένος ο σκύλος.
- Δε μπορεί να δείρει το γάιδαρο και δέρνει το σαμάρι.
- Δεν γνωρίζουν οι γαϊδάροι πώς το τρώνε το χαβιάρι.
- Δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο…(ανόητος).
- Δέσε τον γάιδαρο εκεί που θέλει ο αφέντης του.
- Δέσε το γάιδαρο κι ας τονε φάει ο λύκος.
- Δυό γάιδαροι μαλώνανε σε ξένη μαντζαδούρα(στάβλο).
- Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα. (για ξένες υποθέσεις).
- Εγκάριξεν ο γάιδαρος κι είπε «άχερος».
- Εγώ γαϊδούρι έχασα…, χορτάρι μη φυτρώσει.
- Εγώ μιλάω γαϊδούρια κλάνουνε(δεν με ακούει κανείς).
- Έδεσε το γάιδαρό της. (αποκαταστάθηκε).
- Είδα γάιδαρο με σέλα και τσομπάνο με ομπρέλα.
- Είπαν τα γαϊδουρόπουλα τη μάνα τους γαϊδούρα.
- Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
- Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα…κι ο πετεινός τσατίστηκε και του ’ριξε ροχάλα…
- Έκαμα το γάιδαρο κι ετσούλωσε τ’ αυτιά του και πήρε το σαμάρι του και πήγε στην κυρά του.
- Επάνω που έμαθε ο γάιδαρος να μην τρώει,ψόφησε.
- Έχασε η πόλη γάιδαρο και η Βενετιά βελόνι.
- Έχασε το γάιδαρο και χολιάζει (λυπάται ) το σαμάρι…
- Έχει γαϊδουρινή υπομονή.
- Η γαϊδούρα σαράντα πουλάρια έκανε και το σαμάρι δεν της έλειψε.
- Ήλιος και βροχή παντρεύονται οι φτωχοί, ήλιος και φεγγάρι παντρεύονται οι γαϊδάροι.
- Ήταν στραβό το κλήμα, το ‘φαγε κι ο γάιδαρος.
- Καβάλα ήταν στον γάιδαρο,και γάιδαρο εγύρευε.
- Καβαλικεύω γάιδαρο ώσπου να βρω ένα άτι.
- Κάθε πουλί με τη λαλησιά του και κάθε γάιδαρος με την γκαρισιά του.
- Και στο δήμαρχο να πας, γαϊδουρινή θα τηνε φας!
- Και τα βαριά στο γάιδαρο και τα ελαφριά στο γάιδαρο.(Τα βάρη φορτώνονται στους ταπεινούς , τους αδύναμους).
- Και του γαϊδάρου η φωνή στον ουρανό δεν φθάνει.
- Κάλλιο γάιδαρος δικός μου παρά νιο άλογο και ξένο.
- Κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.
- Κάλιο γερογάιδαρος δικός μου,παρά νιό άλογο και ξένο.
- Κάλιο κουτσό γαϊδούρι, παρά τσινιάρικο μουλάρι.
- Κάνε αστείο σε γαϊδούρι και θα φας κλοτσιά στη μούρη.
- Κατά το γαϊδούρι και το σαμάρι.
- Κατά τον γάιδαρο και ο νοικοκύρης.
- Κατά φωνή κι ο γάιδαρος…(Είχαμε την κουβέντα κάποιου κι εμφανίστηκε).
- Κατέβηκε από το άλογο και πήδησε στο γάιδαρο.
- Κι αν έχει ο γάιδαρος φωνή, για ψάλτη δεν τον κράζουν.
- Κι αν στόλισες το γάιδαρο, γι’ άλογο δεν περνιέται!
- Κουτσαίνει ο γάιδαρος απ’ τ’ αυτί; (νάζια).
- Ματζουράνα στο κατώφλι,γάιδαρος στα κεραμίδια(ασυνεννοησία).
- Μεγάλωσε το γαϊδουράκι, μίκρυνε το σαμαράκι.
- Μη μας βγάλουν στο γομαροπάζαρο…(Μη μας ρεζιλέψουν).
- Μικρό γαϊδούρι,πάντα μουλάρι.
- Μισοκουρασμένη ουρά του γαϊδάρου η πεθερά.
- Ν’ άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν.
- Να πουλήσουμε το γάιδαρο, να φτιάξουμε σαμάρι.
- Ξένο γάιδαρο καβαλικεύεις; Γρήγορα θα σε γκρεμίσει…
- Ο αγωγιάτης και ο γάιδαρος σπάνια συγγενεύουν.
- Ο γάιδαρος βόσκει εκεί που τον δένουν.
- Ο γάιδαρος δεν γίνεται άλογο με το ξύλο.
- Ο γάιδαρος είναι γάιδαρος και ας φορεί και σέλα και η γριά αν εμορφίζεται δεν γίνεται κοπέλα.
- Ο γάιδαρος κουβαλάει το χόρτο κι ο γάιδαρος το τρώει.
- Ο γάιδαρος πάντα γάιδαρος κι ας του φοράνε σέλα.
- Ο γάιδαρος σαν μεγαλώσει,το σαμάρι του κονταίνει.
- Ο γιός του γαϊδάρου γκαρίζει δυό φορές την μέρα.
- Ο κακός ο γάιδαρος τον ένα δρόμο κάνει δυό.
- Ο καλός ο πεθερός, γάιδαρος καμαρωτός και η κακιά η πεθερά, κολοβή οχιά.
- Ο καλός ο σαμαράς σκέφτεται και το γάιδαρο.
- Ο κουζουλός ο γάιδαρος, πάντα πουλάρι δείχνει.
- Όλοι με χρυσά βελούδα…Ποιος βοσκάει τη γαϊδούρα; (Όλοι θέλουν να κάνουν το αφεντικό. ποιος θα δουλέψει;)
- Ο μεγαλύτερός σου και γάιδαρος να γίνει,μην τον καβαλικέψεις.
- Ο πεινασμένος γάιδαρος, ξυλιές δεν προσμετράει.(Οι φτωχοί υπομένουν).
- Όποιος γάιδαρος γεννιέται,γάιδαρος πεθαίνει.
- Όποιος κτυπά τον γάιδαρό του,ζημιώνει το σακούλι του.
- Όποιος πάει με αγιαστούρα τα φορτώνει στη γαϊδούρα.
- Οποιος παίζει με το γάιδαρο,κλοτσιές έχει να φάει.
- Όποιος πονά, γαϊδουρινά φωνάζει!
- Όποιος τσινάει τα γαϊδούρια, ακούει τις πορδές τους ή τους γκαρισμούς του.(συνέπειες).
- Όποιος χαϊδεύει γάιδαρο,καβαλίνες θα μαζεύει.
- Όπου γάιδαρος και αυτός σαμάρι.
- Όσα τραβάει ο γάιδαρος,τα φταίει ο γαϊδουρολάτης.
- Όσο κάθεται ο γάιδαρος μεγαλώνει η ουρά του (ή τ’ αυτιά του).
- Όσο και να δουλέψει ο γάιδαρος, αγκάθια τον ταγίζουν.
- Όσο καλός κι αν είναι ο γάιδαρος, πάλε γάιδαρο τον κράζουν.
- Όσο λείπει ο αφέντης κανένα δεν νοιάζει, μα όσο λείπει ο γάιδαρος, ούλοι βαρυγκωμάνε.
- Όσο μεγαλώνει ο γάιδαρος,τόσο τρανεύουνε τα αυτιά του.
- Όταν δεν έχουν βόδια οργώνουν με γαϊδούρια.
- Όταν γλεντά τα αφεντικό,ψοφά ο γάιδαρός του.
- Όταν σου χαρίζουν ένα γάιδαρο, μην τον κοιτάς στα δόντια.
- Όταν ψοφήσουν τα άλογα,έχουν τιμή τα γαϊδούρια.
- Παλιός γάιδαρος, καινούρια περπατησιά δεν έχει.(Δεν αλλάζουν οι συνήθειες).
- Πάνω που έμαθε ο γάιδαρος να μην τρώει, ψόφησε.
- Πάρε πρώτα το γαϊδούρι και μετά το σαμάρι.
- Πας μετά Χριστόν προφήτης γάιδαρος εστί.
- Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει! (δε φέρνει αντίρρηση).
- Πούλα τ’ άλογό σου και κράτα τον γάιδαρό σου.
- Πρώτα πάρε το γαϊδούρι και μετά το σαμάρι.
- Σε ξένο γάιδαρο καβάλα γρήγορα και κατέβα γρήγορα.
- Σηκώθηκαν οι άνθρωποι και κάτσαν οι γαϊδάροι.
- Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου.
- Σκάει γάιδαρο…Γαϊδουρινή υπομονή…
- Στο γάμο πάει ο γάιδαρος ή για νερό ή για ξύλα.
- Στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό.
- Τα άπρεπα πρεπούμενα και του γαϊδάρου σέλα.
- Το γαϊδούρι και αν γκαρίζει το σαμάρι του τσακίζει.
- Το γαϊδούρι όταν γέρνει κι άλλο φόρτωμα γυρεύει.
- Το γαϊδούρι όταν πιει νερό και ξεδιψάσει δίνει στον κουβά κλοτσιά.
- Το γαϊδούρι που γκαρίζει, το κεφάλι του τσακίζει.
- Το γαϊδούρι το δεμένο τρώει χορτάρι διαλεγμένο.
- Το γαϊδούρι το συντροφικό, χειρότερα από όλα σαμαρώνεται.
- Τα γέρικα γαϊδούρια Φλεβάρη ψοφάνε.
- Το κοντακιανό γαϊδούρι, πάντα μουλάρι φαίνεται.
- Το κουτσό γαϊδούρι σε τυφλό πεταλωτή το φέρανε.
- Το μισιακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος
- Τον αγά και γάιδαρο να τον ιδείς, να μην τον καβαλήσεις.
- Τον γάιδαρο δεν τον ρωτούν όταν τον σαμαρώνουν.
- Το πεινασμένο γαϊδούρι τρώει ό,τι του τύχει.
- Του γαϊδάρου η προκοπή, άχερα μες το παχνί.
- Του γαιδάρου χάρη κάνεις,μόνο τα άχερά σου χάνεις.
- Του έχεσα το γάιδαρο! (Τον κατατρόπωσα…).
- Το χαμηλό το γάιδαρο όλοι τον καβαλάνε.
- Το χειρότερο σαμάρι το'χει το γαϊδούρι της κοινότητας.
- Τρανή γαϊδούρα, μεγάλη καμπούρα.
- Φταίει ο γάιδαρος και δέρνουν το σαμάρι.
- Χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γαϊδούρι είναι. (Εξωτερική εμφάνιση και χαρακτήρας).
- Ψάρι μπαρμπούνι διάλεγε και γάιδαρο καμπούρη, γυναίκα ψηλοκάβαλη και χοίρο μακρυμούρη.
- Ώρα που βρήκες γάιδαρε, να τρέξεις να βοσκήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου