- Άμα βρεις φαΐ, φάε. Αν βρεις ξύλο φύγε.
- Άνθρωπος που δεν πεινάει, τι θα πει ψωμί δεν ξέρει.
- Από πολλούς φούρνους έφαγε ψωμί.
- Άπραγος στο ζύμωμα, στραβά κουλούρια πλάθει. (αρχάριος).
- Αυτή η δουλειά έχει πολύ ψωμί: η δουλειά αυτή είναι σίγουρη ή αποφέρει μεγάλα κέρδη.
- Αυτό είναι ψωμοτύρι για μένα" (Εύκολη δουλειά).
- Βγάζει από κρύο φούρνο ζεστό ψωμί. (ικανός).
- Βγάζω το ψωμί μου: κερδίζω τα απαραίτητα.
- Βρε τον ψωμοπάτη!" (Ορίζει τον άπιστο φίλο που περιφρονημένος από τους ανθρώπους και καταραμένος από το Θεό που αθέτησε τον όρκο του.).
- Γερόντων έπαρε βουλή κι ανθρώπων μαθημένων οπού’ χουνε πολύ ψωμί κι αλάτι φαγωμένο.
- Γέρος είσαι, δε φελάς, τα ψωμιά μας μόν’ χαλάς.
- Για ένα κομμάτι ψωμί, ξεπουλά κανείς την περιουσία του.
- Για ένα κομμάτι ψωμί το αγόρασα.
- Για να ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνισε. (προετοιμασία).
- Για να μη φάει ο γάτος το ψωμί, τρώει ο ποντικός τα ρούχα.
- Γλυκό ψωμί δεν έφαγαν.
- Δεν είδε εκκλησιά είδε φούρνο και προσκύνησε.
- Δεν έχει ψωμί να φάει, (αν είναι κάποιος φτωχός).
- Δουλεύει για το ψωμί του: δουλεύει για τα αναγκαία της ζωής.
- Δώσαν ψωμί στον εργάτη κι αυτός ζήτησε και αλάτι.
- Δώσε μου το ψωμάκι σου να σού δώσω λιγουλάκι.
- Δώσε στη γυναίκα ψίχουλα να πάρεις καρβέλια, δώσε καρβέλια και δε θα πάρεις τίποτα.
- Εγώ ψοφώ για το ψωμί κι ο άντρας μου δανείζει.
- Είπε το ψωμί ψωμάκι.
- Εκεί που ’ναι τα δόντια λείπουν τα παξιμάδια. (Όσοι μπορούν να απολαύσουν κάτι, το στερούνται).
- Εκεί που ψήνει ο ήλιος το ψωμί.
- Εμείς ψωμί δεν είχαμε, λουκούμια εγυρέψαμε.
- Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα πίτα σέρνει.
- Εμείς ψωμί δεν έχουμε…Τον ξένο τι τον θέμε;
- Εννιά νομάτοι, εννιά ψωμιά κι εγώ ο έρμος ένα…(αδικία).
- Εφάγαμε ψωμί κι αλάτι.
- Έφαγα ψωμί στο σπίτι σου.
- Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει.: ακόμα κι αν κάνεις κάτι με βιασύνη, πιθανόν να έχεις κάνει λάθος.
- Η έλλειψή του είναι ταυτόσημη με την πείνα.
- Θα φάει πολλά ψωμιά ακόμη: θα γνωρίσει ή θα βιώσει πολλά.
- Θα φάμε αέρα κοπανιστό. (τίποτα).
- Θέλει βρεγμένα τα παξιμάδια" (για απαιτητικούς τεμπέληδες).
- Θέλεις αλεύρι να βγάλεις καρβέλι.
- Κάλλιο να φάει κανείς ένα μαγκάλι κάρβουνα παρά του κλαψιάρη το ψωμί.
- Κάλλιο ξερό ψωμί με ησυχία παρά τραπέζι με μελαγχολία.
- Κάλλιο ξερό ψωμί μ' ειρήνια παρά ψάρια με τη γκρίνια.
- Κάλλιο το σημερινό ψωμί παρά την αυριανή πίτα.
- Κάποιος φούρνος γκρεμίστηκε…(ξαφνικό- απρόοπτο).
- Κρύο νερό,ζεστό ψωμί και οι δυό κακοί γιατροί.
- Λεφτά αγοράζουνε ψωμί, μα όχι ευγνωμοσύνη.
- Λίγα είναι τα ψωμιά του ή έφαγε τα ψωμιά του: δεν θα ζήσει για πολύ ακόμη.
- Λίγα τα ψωμιά του, λίγα τα καρβέλια του, (για κάποιον που βρίσκεται σε κίνδυνο θανάτου).
- Μα το ψωμί που τρώω" (Ο καθημερινός άνθρωπος το σέβεται και ορκίζεται σ' αυτό).
- Με το ψωμί όλα τα βάσανα είναι γλυκά.
- Με το ψωμί όλες οι πίκρες είναι γλυκιές.
- Μήδε ωμός τρώγεσαι, μήδε ψημένος…(δύστροπος).
- Μην τάξεις τ’ άξιου κερί και του μικρού κουλούρι.
- Μου ’ταξε φούρνους με καρβέλια.
- Μπουκιά και συχώριο…(Όμορφη κοπέλα –κάτι καλό).
- Να τιμάς το ψωμί που τρως" (ευχή γονέων στα παιδιά τους).
- Νηστεύει ο δούλος του Θεού γιατί ψωμί δεν έχει.
- Ξένο ψωμί δικά του δόντια.
- Ξένο ψωμί και δικό σου μαχαίρι.
- Ξένο ψωμί ήταν που έτρωγε, δικό του το μαχαίρι.
- Ξένο ψωμί τρώει και τα δόντια του λυπάται.
- Όλα είναι υφάδια της κοιλιάς μα το ψωμί στημόνι. (βασικό- απαραίτητο).
- Ο λόγος σου με χόρτασε, και το ψωμί σου φα’ το.
- Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται (γι' αυτούς που προσδοκούν υπερβολικά πράγματα).
- Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται.
- Όποιος βαριέται να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινάει.
- Όποιος έχει νου και γνώση, πριν πεινάσει θα ζυμώσει.
- Όποιος σού δείξει πέτρα,δείξε του ψωμί.
- Όποιος χορταίνει ύπνο δε χορταίνει ψωμί.
- Όπου σου λεν να φας, φάε κι όπου δέρνουν φύγε…
- Όταν έχεις ψωμί είσαι έξυπνος. (πλούσιος- με δουλειά…)
- Όταν κοιμάται ο γιόκας μου ψωμί δε μας γυρεύει.
- Όταν πεινάει ο εχθρός σου δώσ' του να φάει ψωμί και πάλι όταν διψάσει δώσ' του νερό να πιει, γιατί έτσι πάνω στο κεφάλι του αναμμένα κάρβουνα μαζεύεις, και θα σε ανταμείψει ο Κύριος (Καινή Διαθήκη 25:21).
- Όταν φαγωθεί το ψωμί καληνύχτα της συντροφιάς.
- Ο χορτάτος λέει ψωμί κι ο νηστικός ψωμάκι.
- Πάμε να φάμε ψωμί…(να γευματίσουμε).
- Πάτησε το ψωμί που έφαγε…(τον όρκο).
- Πιο πολύ ψωμί τρώγεται με μέλι παρά με ξίδι.
- Πρέπει να φας πολλά καρβέλια ακόμα (για κάποιον που αποτυγχάνει σε κάτι που δοκίμασε πάνω από τις δυνάμεις του).
- Σίγουρο ψωμί σε τρύπιο σακούλι.
- Στείλε στους γύφτους να βρεις προζύμι.
- Στο σπίτι πού δεν υπάρχει ψωμί όλοι μουρμουρίζουν.
- Στου σκύλου το προσκέφαλο ψωμί δεν ξημερώνει.
- Τάζει φούρνους με καρβέλια και λαγούς με πετραχήλια.
- Της γειτόνισσας το ψωμί είναι γλυκό.
- Της προκομμένης το ψωμί γρήγορα ανεβαίνει.
- Το έδωσε για ένα κομμάτι ψωμί: το έδωσε πολύ φτηνά, με μικρό αντάλλαγμα.
- Το ζυμάρι όσο το ζυμώνεις φουσκώνει. (εκπ/ση).
- Τον ύπνο μην το αγαπάς αν θες να μη φτωχύνεις, κράτα ανοιχτά τα μάτια σου και θα χορτάσεις ψωμί.
- Το ξένο ψωμί είναι όλο λύσσα.
- Το ξένο ψωμί έχει πιο νοστιμάδα.
- Το ψωμί γερό και το σκυλί χορτάτο.
- Το ψωμί είναι ο ίδιος ο Χριστός.
- Το ψωμί κάνει τα δάκρυα,το ψωμί τα σταματά.
- Το ψωμί ορίζει την σφυρηλατημένη φιλία.
- Το ψωμί τα δάκρυα δένει, το ψωμί τα σταματάει.
- Φάγαμε μαζί ψωμί και αλάτι: έχουμε ζήσει πολλά μαζί ή είμαστε φίλοι από παλιά.
- Φάγανε ψωμί και αλάτι, (είναι η φράση που χαρακτηρίζει μία πολύχρονη και σταθερή φιλία).
- Φουρνίζει κεραμίδια και ξεφουρνίζει ψωμιά.
- Χίλια μαντήλια και να ’χεις, χίλια πρόσωπα δεν τρέφεις.
- Χοντρή μπουκιά μη φας και χοντρό λόγο μη πεις.
- Χωρίς δουλειά ψωμί δεν έχει.
- Χωρίς προζύμι ψωμί δε γίνεται. (προετοιμασία- οικονομίες).
- Χωρίς ψωμί κανένας νόμος δεν μπορεί να κρατηθεί στα πόδια του.
- Ψωμί δεν έχουμε, ραπανάκια για την όρεξη: δεν έχουμε τα βασικά και ζητάμε τα επιπλέον.
- Ψωμί δεν έχουμε τυρί ζητάμε.
- Ψωμί δεν είχαμε, τυρί μας ήρθε.
- Ψωμί μη λείψει σπίτι μας και φούρνος να μη καπνίσει.
- Ψωμί να μην λείψει και φούρνος ας μην καπνίσει.
- Ψωμί στο μοναστήρι και καλογέροι χίλιοι.
- Ψωμοζήτης είναι κάποιος που ζητιανεύει.
- Ψωμοτύρι και γλυκιά ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου