Παροιμίες για τον παπά
![]() |
Ο παπάς: πρόσωπο σεβαστό, αλλά και αντικείμενο σάτιρας στη λαϊκή παράδοση. |
- Άλλα έλεγε εψές παπάς κι άλλα σαν ήταν διάκος.
- Αλλιώς μας τα ‘λεγες παπά, πριν σε χειροτονήσουν.
- Άλλοι παπάδες έρχονται, άλλα χαρτιά κρατάνε.
- Άλλοι παπάδες ήρθανε, άλλα βαγγέλια φέραν.
- Άλλος αγαπάει τον παπά κι άλλος την παπαδιά. — Σε όλους δεν αρέσουν τα ίδια πράγματα, είναι ζήτημα γούστου.
- Αλλού κοιτάζεις δέσποτα, κι αλλού σταυροκοπιέσαι.
- Αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού έχω τον πόνο.
- Αλλού ο παπάς, αλλού τα ράσα του.
- Άμα δεν σε θέλουν στο χωριό μη ρωτάς για του παπά το σπίτι.
- Αν δε σου αρέσει ο παπάς να σέβεσαι τα ράσα.
- Αν είν’ παπάς και λειτουργά, η αυγή θα μας το δείξει.
- Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας.
- Αν είσαι καλός παπάς, στη λειτουργιά θα δείξεις.
- Αν ήταν η δουλειά καλό θα δούλευε κι ο δεσπότης.
- Από του παπά το χουλιάρι γλίτωσε.
- Ας μ’ αγαπά ο επίσκοπος κι ας με μισούν οι διάκοι.
- Ατζαμής παπάς μεγάλο το χερουβικό. — Πρωτάρης καθυστερεί σε μια δουλειά.
- Αυτά είναι αλλουνού παπά βαγγέλια. — Άλλες υποθέσεις.
- Βάλε, βγάλε παπά τη βράκα σου.
- Βασίλη, τίμα τον παπά, και συ, παπά, έχε γνώση.
- Βρήκαμε παπά, θα θάψουμε και τους ζωντανούς.
- Βρήκαμε τρελό παπά κι όλη μέρα ψάλουμε.
- Βρήκε και ο παπάς χωριό.
- Βρήκες παπά να πάρεις αντίδωρο.
- Γάμος χωρίς παπά βράστο νε.
- Για καλό κακό, τον παπά περδουκλωμένο.
- Για του παπά τ’ αμπέλι μη σε μέλει.
- Γούμενος καθήμενος έραφτε και ξέραφτε.
- Γύφτος παπάς αν θα γενεί, χέρι μην του φιλήσεις, όσο και αν παπαδήσει, γυφτίλα θα μυρίσει.
- Γύφτος παπάς δε γίνεται κι αν γίνει, δε βλογάει.
- Δεν έγινα παπάς ν’ αγιάσω, έγινα για να περάσω.
- Δέσποτα παπά πρεσβύτα, έπαιρνε και πάντα ζήτα. — Για όσους δέχονται και τις μικρής αξίας προσφορές.
- Είδα γέρο παπά και έθαφτε μωρό παιδί.
- Είδα κι είδα, αλλά γύφτο παπά δεν είδα. — Απίστευτο-αταίριαστο.
- Εκείνον που βλέπει ο παπάς εκείνον και θυμιατίζει. — Αυτούς που βλέπουμε βοηθούμε.
- Εσύ αγκαστρώνεις και παπά. — Για κάποιον που καθυστερεί να μιλήσει η τερατολογεί.
- Η γυναίκα παπάς δεν γίνεται.
- Η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη. — Ύποπτες υποθέσεις που γίνονται νύχτα.
- Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς ή καθάριος μυλωνάς.
- Θα πεις τον δεσπότη Παναγιώτη.
- Θέλει ο παπάς να αγιάσει, μα οι διαόλοι δεν τον αφήνουν.
- Θεωρία επισκόπου και καρδιά μυλωνά. — Εντυπωσιακή εμφάνιση… ασήμαντος χαρακτήρας.
- Θύμωσα με τον παπά και τρώγω την σαρακοστή.
- Κάθε παπάς την καμπάνα του παινεύει.
- Κάθε πρώτη του μηνός, για δεσπότης, για φανός.
- Και παπάς εγίνης χότζια; Έτσι τόφερε η κατάρα.
- Καλά είναι τα φαρδομάνικα μα τα'χουν οι δεσποτάδες.
- Καλά τα φαρδομάνικα μα τα φορούν παπάδες. — Κάποιοι μεγαλοπιάνονται χωρίς να το αξίζουν.
- Κάλλιο χωροφύλακας παρά παπάς στο σπίτι.
- Κάνε το παιδί σου παπά, κι απόλα το στο λόγγο.
- Κεφαλλονίτικος παπάς, διαβάζει με σοφία! Τα δώδεκα ευαγγέλια τα βγάζει δεκατρία!
- Με παπά κοιμήθηκες;. — Τυχερός.
- Μην με λες παπά σπασμένο, μην σε πω ξεκωλιασμένο.
- Μην το πεις ούτε του (στον) παπά!. — Ούτε στην εξομολόγηση! Σε κανέναν!
- Μήτε εσύ παπά στα φώτα μήτε εγώ στον αγιασμό σου.
- Να σου πει ο παπάς στο αυτί κι ο διάκος στο κεφάλι.. — Απάντηση στην απειλή: θα σου πω εγώ, θα σου κάνω, θα σου δείξω κλπ, ή όταν περιμένουμε να πει -να υποσχεθεί ή να απαντήσει σε ερώτηση- κάποιος, και δεν το λέει.
- ... να σου φτιάξω εγώ παπάδες! . — Δηλ. σπουδαία πράγματα, φανταστικά, αριστουργήματα.
- Οι παπάδες οι φαγάδες έχουν τρία στόματα, μ' ένα πίνουν, μ΄ένα τρώνε και με τάλλο ρωτούν μήπως πέθανε κανένας.
- Οι του βίου ναυαγοί, ...του Υψίστου λειτουργοί. — Οι παπάδες!
- Ο κόσμος κάνει τον παπά και όχι ο παπάς τον κόσμο.
- Ο παπά κουλούρης και το χαρτί του. — Για όσους επιδιώκουν πάντοτε το κέρδος.
- Ο παπάς απ’ την πόλη …η παπαδιά μολογάει. — Αυτός που δε γνωρίζει μιλάει.
- Ο παπάς βλογάει πρώτα τα γένια του. — Προσωπικό συμφέρον.
- Ο παπάς για τη λεχουδιά του έχασε τη λειτουργιά του.
- Ο παπάς είναι κάρβουνο, που αναμμένο καίει και σβηστό μουτζαλώνει.
- Ο παπάς και η καμαλίκα όταν σου μιλούνε γροίκα.
- Ο παπάς παπά δε θέλει.
- Ο παπάς σε ξένο σπίτι, κι άλλοι στου παπά το σπίτι.
- Ο παπάς τα θαφτικά κι ο νεκρός στ’ ανάθεμα.
- Ο παπάς τα μπρος εθώρει και τα πίσω δεν εθώρει.
- Όποιος έχει γένια τρώει με το δεσπότη.
- Όποιος μαλώνει με τον παπά, μαλώνει με τους Αγίους.
- Όπου πάει ο παπάς, πάνε και τα ράσα σου.
- Όπου παπάς και διάκος, εκεί και ψαλτάδες.
- Όπου τεμπέλης και φαγάς εκεί χωροφύλακας ή παπάς.
- Όσο θέλει ο παπάς τ'αλλουνού παπά καλό, τόσο να ψηθεί το αυγό.
- Όσους βλέπει ο παπάς, τόσους και θυμιατίζει.
- Ο τεμπέλης κι ο ακαμάτης, ο υπνάρης κι ο φαγάς, άλλον έργο δεν του μένει παρά να γενεί παπάς.
- Ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελο και δεσπότης έγινες. —Αναρρίχηση σε αξιώματα με πλάγια μέσα.
- Παπά ζουρλό σαν ηύραμε όλη μέρα ψέλναμε. — Ευκαιρία.
- Παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι.
- Παπάς, γιατρός και χωροφύλακας καλύτερα ‘ναι να μην μπαίνουνε στο σπίτι.
- Παπάς και διάκος κουζουλός από την κούνια το'χει.
- Πέντε του διάκου και δέκα του δεσπότη.
- Πϊσκοπος δερνάμενος έγραφε κι απόγραφε.
- Πολλοί φιλούνε το χέρι του παπά, μα λίγοι τον ακούνε.
- Σιγανοπαπαδιά. — Υποκριτής.
- Στο χωριό του δεν τον θέλουν κι αυτός του παπά το σπίτι ψάχνει.
- Στραβό χωριό παπάς με ένα μάτι.
- Σφάκελά της π’ αγαπά παντρεμένον ή παπά.
- Σφάξε με παπά μου (ή αγά μου) ν’ αγιάσω. — Άνανδροι.
- Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. — Ικανότητες, Χαρακτήρας.
- ...τον παπά θα παίξουμε. — Δηλ. θα κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλον.
- Τον παπά τον ξέρουν όλοι κι ο παπάς κανέναν.
- Το πολύ το κυρ' ελέησον το βαριέται κι ο παπάς.
- Το σακούλι του παπά και ο μύλος ποτέ δεν ευκαιρούνε.
- Του παπά η κοιλιά είν’ αμπάρι κι όπου πάει θε να πάρει.
- Του παπά που εφημερεύει ο θεός του μαγειρεύει.
- Του παπά το παιδί πρώτα βαφτίζεται.
- Του παπά το πετραχήλι, ποταμός είναι και σύρνει.
- Τρεις παπάδες στο ποδήλατο και ο δεσπότης τροχονόμος.
- Τρελός παπάς σε βάφτισε και αλαφιασμένος διάκος.
- Τυφλός παπάς δεν γίνεται και αν γίνει δεν βλογάει.
- Τώρα που βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πέντ' έξι.
- Φάσκελά της π' αγαπά παντρεμένο η παπά.
- ...φέρε έναν παπά. — Στην ταβέρνα: ..φέρε ένα ποτήρι κρασί.
- Χορταμένος ο παπάς, χορτασμένη η παπαδιά, νύφη, σήκωσε την τάβλα.
- Χώρια παπάς, χώρια παπαδιά.
- Ψάλε, δεσπότη μου· με πονεί το δάχτυλο μου.
- Ψηλά παπά μου τ’ άρχισες και δεν το βγάζεις πέρα. — Έργο-τραγούδι…κάτι πάνω από τις δυνάμεις του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου