Παροιμίες για τα πόδια
![]() |
| Τα πόδια: σύμβολο κίνησης, στήριξης και όρια των δυνατοτήτων μας. |
- Αλλού χέρια αλλού πόδια.
- Αυτό είναι γραμμένο στο ποδάρι. — Πρόχειρα.
- Αυτός είναι μεγάλος κάλος. — Άμυαλος.
- Αυτός έχει καλό ποδαρικό.
- Γύρισαν (ή σηκωθήκαν) τα πόδια να κτυπήσουν το κεφάλι.
- Δεν έμεινε ούτε ποδάρι.
- Δουλειές του ποδαριού. — Προχειροδουλιές.
- Δυο πόδια σε ένα παπούτσι δεν χωράνε. — Για τον περιορισμό και την ακαταλληλότητα.
- Είναι τόσο παστρικός, σαν της κότας το ποδάρι. — Δηλαδή δεν είναι καθόλου.
- Καλύτερα να γλιστρήσεις με τα πόδια παρά με τη γλώσσα.
- Κλαίει για τον καβαλάρη που κουνάει τα πόδια του.
- Κόψε το ποδάρι σου, φόρα το παπούτσι σου. — Για τον συμβιβασμό με το λάθος.
- Μ’ άφησε στο ποδάρι του. — Αντικαταστάτη.
- Με τα πόδια του τον έφαγε. — Για την καταστροφή από ίδια λάθη.
- Μη βάζεις το πόδι σου εκεί που δεν μπορείς να σταθείς.
- Μηδέν υπέρ τον καλάποδα. — Πρέπει να σταματάμε στα όριά μας.
- Μην εβγάζεις τα ποδάρια σου εξ' από την τσέργα σου. — Τσέργα σημαίνει, ανάλογα με την περιοχή, ένα λινό στρώμα που παραγεμίζονταν με άχυρα και χρησιμοποιούνταν ως κρεβάτι.
- Μην κοιτάς το στραβό μου το ποδάρι, κοίτα την ίσια μου την τύχη.
- Μην ξαπλώνεσαι όσο δεν έχεις,αλλά να ξαπλώνεσαι όσο έχεις.
- Να τεντώνει κανείς την αρίδα του, ως εκεί που φθάνει το σεντόνι.
- Ξάπλωμα των ποδιών, της κοιλιάς ξαλάφρωμα.
- Όπου δεν φτάνει το χέρι, φτάνει το πόδι.
- Ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια. — Ο κίνδυνος παραμονεύει.
- Οι πατούσες του είν' αργασμένες.
- Όποιος δεν έχει γερό κεφάλι, πρέπει να έχει γερά πόδια.
- Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια.
- Πήρε πόδι. — Εκδιώχθηκε.
- Πόδια μου βοηθάτε μου!
- Πόδι που περπατά, πέτρα δε χορταριάζει. — Για τον δραστήριο άνθρωπο.
- Προτιμότερο ένα ποδάρι παρά δύο ξυλοπόδαρα.
- Σκαμνιού ποδάρα έπεσε, άλλο πάει στον τόπο του.
- Στεγνό πόδι, λιτό φαγητό.
- Τα μεγάλα πόδια τρέχουν πάντα καλύτερα.
- Τα ξένα παπούτσια δεν ταιριάζουν σε δικά σου πόδια. — Για τις ξένες καταστάσεις που δεν σου πηγαίνουν.
- Το' βαλε στα πόδια. — Έφυγε τρέχοντας.
- Τον πάτησε στον κάλο.
- Του'βαλε τα δύο πόδια σ' ένα παπούτσι.
- Του έκανε ποδαρικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου