Τι σημαίνει η παροιμία Άλλος Πάσχα κι άλλος Χάσκα?
![]() |
Η συγκριτική αυτή λαϊκή παροιμία είναι σύντομη και εύστοχη περιγραφή της κοινωνικής ανισότητας. |
![]() |
Η συγκριτική αυτή λαϊκή παροιμία είναι σύντομη και εύστοχη περιγραφή της κοινωνικής ανισότητας. |
![]() |
Το πεπρωμένο: μοίρα, ριζικό και τύχη που συνοδεύουν γενιές και γενιές. |
Μιλούν επίσης και για την ευθύνη να σταθούμε με αξιοπρέπεια μπροστά σε όσα μας φέρνει η ζωή.
Η έρευνα, η καταγραφή και η φροντίδα για επεξήγηση όπου χρειάζεται, συνεχίζεται και το blog εμπλουτίζεται συνεχώς.
Οι παροιμίες μας για τον πλούτο και τον πλούσιο![]() |
Ο πλούτος: ευχή και παγίδα· άλλοτε άνεση, άλλοτε αλαζονεία και ματαιότητα. |
Ο πλούτος και ο πλούσιος έχουν διπλή όψη στη λαϊκή σκέψη: χαρίζουν άνεση και κύρος, μα συχνά γεννούν αλαζονεία, φθόνο και πρόσκαιρες αξίες. Οι παροιμίες θυμίζουν ότι το χρήμα είναι καλός υπηρέτης, κακός αφέντης — και πως η αληθινή αξία μετριέται στα έργα και στον χαρακτήρα.
![]() |
Τα προϊόντα στη λαϊκή σοφία: καρπός κόπου, γης και εμπορίου. |
Οι παροιμίες για τα προϊόντα δείχνουν τη βαθιά σύνδεση του λαού με τη γη και τον μόχθο. Η αξία δεν βρίσκεται μόνο στην ποσότητα αλλά κυρίως στην ποιότητα, γιατί όπως έλεγαν οι παλιοί: «Καλό προϊόν κάνει καλό όνομα».
➤ Δείτε ολόκληρο το λήμμα: Παροιμίες για τα προϊόντα
➤ Δείτε επίσης το σχετικό λήμμα: Παροιμίες για τις Πωλήσεις και το Εμπόριο
Τ’ Αυγούστου ο δροσερός, χειμώνας δριμύς κι ανήμερος.
Αύγουστος και τράγος, πάνε μαζί.
Καλός ο Αύγουστος, μα φέρνει τον χειμώνα πίσω του.
Αύγουστος παχύς, καλό χειμώνα να ‘χεις.
Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα.
Του Αυγούστου ο ήλιος ζεματάει και τ’ αμπέλι ωριμάζει.
Αύγουστος μήνας, άρχοντας – όλοι στον ήλιο ξαπλωτά.
Ο Αύγουστος φέρνει τη χαρά και η Παναγιά τη δίνει.
Αύγουστος, ο γδάρτης και χαραμήτης.
Χ σαν Χαρά, Χαμόγελο και Χώμα πατρογονικό – Παροιμίες που ξεκινάνε από το γράμμα Χ με ρίζες βαθιές και νόημα ζωντανό. |
🧠 Η γλώσσα μιλά για την κοινωνία. Μέσα από τον σκύλο, ο λαός σχολιάζει τον άνθρωπο.
Παροιμίες που ξεκινούν από το Ω |
![]() | |
![]() |
Όπου υπάρχει φωτιά, υπάρχει και καπνός. Κι όπου υπάρχει καπνός… κάποιος την άναψε. |
Κάθε φορά που ακούω φήμες, κάθε φορά που νιώθω πως κάτι δεν λέγεται ανοιχτά, αυτή η φράση επιστρέφει: «Χωρίς φωτιά, καπνός δεν βγαίνει». Δεν είναι απλώς μια παροιμία. Είναι υπενθύμιση πως πίσω από κάθε φαινόμενο υπάρχει αιτία. Πίσω από κάθε ψίθυρο, κάτι κάηκε.
Κάποιοι καπνοί είναι λεπτοί και διακριτικοί – δύσκολα τους καταλαβαίνεις. Άλλοι σε πνίγουν. Και η φωτιά μπορεί να είναι παλιά, μπορεί να ‘χει σβήσει, αλλά ο καπνός της να συνεχίζει να αιωρείται, να θολώνει την κρίση μας.
Σήμερα, κοιτάζω μια φωτογραφία: φλόγες που υψώνονται, καπνός που χάνεται στον ουρανό. Και σκέφτομαι… Πόσες φορές προσπαθήσαμε να πείσουμε τον εαυτό μας πως ήταν απλώς καπνός; Πόσες φορές αγνοήσαμε τη φωτιά;
Εσύ τι πιστεύεις;
Έχεις βρεθεί ποτέ μπροστά σε «καπνό» χωρίς να δεις τη φωτιά; Μοιράσου την ιστορία σου στα σχόλια 👇
Πήγαινε στα σχόλια![]() | |
|
![]() |
Καλό μήνα, παροιμιακός λόγος, |
![]() |
![]() |
παροιμιακος λόγος |
Αιωνία η μνήμη του! Μάζευε παραμύθια από γιαγιάδες για να αποδείξει ότι είμαστε ακόμα Έλληνες
Ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, αφιέρωσε τη ζωή του στη διάσωση των παραδόσεων και των παραμυθιών του λαού μας. Την ώρα που άλλοι έψαχναν την Ελλάδα στα ερείπια της αρχαιότητας, ένας άνθρωπος την έψαχνε στη γιαγιά που ευλογούσε τα παιδιά της, στο ξόρκι για το μάτι, στο παραμύθι που ψιθύριζε η γριά δίπλα στη φωτιά. Το όνομά του ήταν Νικόλαος Πολίτης και πίστευε κάτι ριζικά ανατρεπτικό: ότι η ελληνική ψυχή δεν είχε πεθάνει. Απλώς είχε αλλάξει ρούχα.
Γεννήθηκε το 1852 σε ένα χωριό της Μεσσηνίας.
Από παιδί, δεν έγραφε μόνο εκθέσεις.
Έγραφε εφημερίδες. Έστηνε θεατρικές παραστάσεις στο σχολείο για να βοηθήσει τους Κρητικούς πρόσφυγες.
Στα δεκατέσσερά του πήγε να πολεμήσει στην Κρητική Επανάσταση. Δεν τον άφησαν.
Αλλά εκείνος ήξερε ήδη: θα πολεμούσε αλλιώς.
Σπούδασε φιλολογία και νομική στην Αθήνα, και μετά με υποτροφία στη Γερμανία.
Όμως γύρισε πίσω όχι για να βρει την Ελλάδα του Περικλή, αλλά για να ακούσει τη φωνή της γιαγιάς που έλεγε: «Όποιος καεί στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι». Εκείνος ήξερε πως δεν ήταν απλή φράση.
Ήταν πολιτισμικό ίχνος, αρχαίο ένστικτο, κομμάτι από την αλυσίδα που μας συνέδεε με τους προγόνους.
Ίδρυσε τη λέξη «λαογραφία».
Δεν υπήρχε.
Τη βάπτισε, για να δώσει υπόσταση σε αυτό που οι άλλοι θεωρούσαν περιθώριο.
Περπατούσε σε χωριά, μιλούσε με γριές και γέρους, κατέγραφε θρύλους, τραγούδια, παραδόσεις, παροιμίες. Και όλα τα έβλεπε όχι σαν γραφικότητες, αλλά σαν αποδείξεις. Ότι ο λαός θυμάται. Ακόμα κι όταν δεν το ξέρει.
Το 1882 έγινε καθηγητής μυθολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Όχι για να αναλύσει τον Όμηρο. Αλλά για να διδάξει πώς η λαϊκή αφήγηση κρατάει ζωντανή την αρχαία σκέψη. Γιατί για τον Πολίτη, η γιαγιά που μιλάει για την πεντάμορφη και τον δράκο, λέει στην πραγματικότητα έναν μύθο του Ησίοδου, άθελά της.
Γιατί η παράδοση δεν ξεχνά.
Κρύβει.
Πίστευε ότι οι σύγχρονοι Έλληνες δεν ήταν μόνο απόγονοι των αρχαίων στο αίμα – ήταν στον λόγο, στην πράξη, στο τραγούδι.
Η αποστολή του δεν ήταν να φτιάξει θεωρίες.
Ήταν να σώσει φωνές. Να περισώσει τη μνήμη που έπαιρνε ο άνεμος. Ίδρυσε το περιοδικό Λαογραφία, το Λαογραφικό Αρχείο, και συνέλεξε χιλιάδες κείμενα, παραδόσεις και τραγούδια από κάθε άκρη της Ελλάδας.
Κι όμως, δεν είχε την έπαρση του πρωτοπόρου.
Υπέγραφε άρθρα με αστεράκια,
με ψευδώνυμα, γιατί ένιωθε ότι τα λόγια του λαού ήταν πιο μεγάλα από το δικό του όνομα. Όπως έλεγε: «Δεν γράφω εγώ. Ακούω τον λαό να μιλά».
Ήξερε ότι η αλήθεια δεν βρίσκεται μόνο στα μάρμαρα.
Βρίσκεται και στο πώς πλέκεις ένα καλάθι, στο πώς μαγειρεύεις τα Χριστούγεννα, στο πώς θρηνείς έναν νεκρό. Βρίσκεται στο σώμα, στη φωνή, στον ρυθμό της κοινότητας. Δεν είναι θεωρία. Είναι πράξη.
Ο Νικόλαος Πολίτης έδωσε υπόσταση σε έναν πολιτισμό που όλοι αγνοούσαν. Ήξερε ότι αν δεν καταγραφεί, θα χαθεί.
Και αν χαθεί, θα είμαστε ένα έθνος χωρίς μνήμη. Ένα σώμα χωρίς ψυχή.
Πέθανε το 1921 από υπερκόπωση. Δούλευε μέχρι την τελευταία του μέρα.
Όχι για φήμη.
Αλλά γιατί ήξερε πως κάθε μέρα που περνάει, πεθαίνει και ένα τραγούδι που δεν καταγράφηκε.
Κάθε γιαγιά που φεύγει, παίρνει μαζί της έναν κόσμο. Και αυτός ο κόσμος έπρεπε να σωθεί.
Δεν έγινε ήρωας του έθνους.
Δεν έχει αγάλματα. Αλλά χάρη σε αυτόν, γνωρίζουμε τι τραγουδούσε το χωριό, τι ευχόταν η μάνα στο παιδί της, πώς έδιωχναν το κακό μάτι, πώς αγαπούσαν και πώς πονούσαν.
Χάρη σε αυτόν, θυμόμαστε.
Γρηγόρης Κεντητός